- αποθεματικό
- To μέρος των καθαρών κερδών που δεν διανέμεται στους μετόχους αλλά παραμένει στην επιχείρηση για να χρησιμοποιηθεί μελλοντικά. Το α. είναι τακτικό ή νόμιμο, όταν επιβάλλεται από ρητή διάταξη του νόμου, ή έκτακτο, όταν σχηματίζεται με βάση διάταξη του καταστατικού ή με απόφαση της γενικής συνέλευσης. To νόμιμο α. σχηματίζεται με κράτηση τουλάχιστον ενός εικοστού των καθαρών κερδών μέχρι ποσού ίσου προς το ένα τρίτο του εταιρικού κεφαλαίου. Η υποχρέωση αυτή παύει όταν το α. φτάσει το 1/3 του εταιρικού κεφαλαίου. Η διάταξη αυτή ισχύει στην Ελλάδα για όλες τις ανώνυμες εταιρείες καθώς και για τις τράπεζες. To α. ονομάζεται αφανές, όταν δεν αναφέρεται ρητά στον ισολογισμό αλλά εμφανίζεται με την υποτιμημένη εκτίμηση ορισμένων στοιχείων του ενεργητικού της εταιρείας. Το α., νόμιμο ή αφανές, αντιπροσωπεύει την παραίτηση από την είσπραξη των κερδών της χρήσης και επιτρέπει στην επιχείρηση να διευρύνει τις εργασίες της και να αυτοχρηματοδοτηθεί. Από την άποψη των προσώπων που κατέχουν το ονομαστικό κεφάλαιο και που σε μια πρώτη περίοδο δεν έχουν από αυτό κανένα κέρδος, ο σχηματισμός α. εμφανίζεται ουσιαστικά ως μορφή αναγκαστικής αποταμίευσης. Σε έναν δεύτερο χρόνο, πάντως, όταν το α. έχει γίνει σημαντικό, μπορεί να ενισχύσει το ονομαστικό κεφάλαιο ή το μέρισμα σε χρήσεις όπου αυτό εμφανίζεται μικρό, γεγονός που μπορεί να έχει αντίκτυπο και στην αξία των μετοχών.
Dictionary of Greek. 2013.